ψητό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψητό | τα | ψητά |
γενική | του | ψητού | των | ψητών |
αιτιατική | το | ψητό | τα | ψητά |
κλητική | ψητό | ψητά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψητό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψητός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψητό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψητό
|
φτάνω/πηγαίνω/μπαίνω στο ψητό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαψητό