καβουρντίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καβουρντίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική kavurdu, τρίτο ενικό πρόσωπο αορίστου του ρήματος kavurmak. Δείτε και καβουρδίζω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.vuɾˈdi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βουρ‐ντί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακαβουρντίζω
- ψήνω ανακατεύοντάς τους διαρκώς κόκκους καφέ ή σπόρους δημητριακών (π.χ. αμύγδαλα) σε μεγάλη θερμοκρασία
- (κυριολεκτικά) ή (μεταφορικά) τσιγαρίζω
- (μεταφορικά) καίω, παραψήνω
- ⮡ Τους καβούρντισε ο ήλιος, όπως κάθονταν όλη μέρα στην ακροθαλασσιά.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καβουρδίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καβουρντίζω | καβούρντιζα | θα καβουρντίζω | να καβουρντίζω | καβουρντίζοντας | |
β' ενικ. | καβουρντίζεις | καβούρντιζες | θα καβουρντίζεις | να καβουρντίζεις | καβούρντιζε | |
γ' ενικ. | καβουρντίζει | καβούρντιζε | θα καβουρντίζει | να καβουρντίζει | ||
α' πληθ. | καβουρντίζουμε | καβουρντίζαμε | θα καβουρντίζουμε | να καβουρντίζουμε | ||
β' πληθ. | καβουρντίζετε | καβουρντίζατε | θα καβουρντίζετε | να καβουρντίζετε | καβουρντίζετε | |
γ' πληθ. | καβουρντίζουν(ε) | καβούρντιζαν καβουρντίζαν(ε) |
θα καβουρντίζουν(ε) | να καβουρντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καβούρντισα | θα καβουρντίσω | να καβουρντίσω | καβουρντίσει | ||
β' ενικ. | καβούρντισες | θα καβουρντίσεις | να καβουρντίσεις | καβούρντισε | ||
γ' ενικ. | καβούρντισε | θα καβουρντίσει | να καβουρντίσει | |||
α' πληθ. | καβουρντίσαμε | θα καβουρντίσουμε | να καβουρντίσουμε | |||
β' πληθ. | καβουρντίσατε | θα καβουρντίσετε | να καβουρντίσετε | καβουρντίστε | ||
γ' πληθ. | καβούρντισαν καβουρντίσαν(ε) |
θα καβουρντίσουν(ε) | να καβουρντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καβουρντίσει | είχα καβουρντίσει | θα έχω καβουρντίσει | να έχω καβουρντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καβουρντίσει | είχες καβουρντίσει | θα έχεις καβουρντίσει | να έχεις καβουρντίσει | έχε καβουρντισμένο | |
γ' ενικ. | έχει καβουρντίσει | είχε καβουρντίσει | θα έχει καβουρντίσει | να έχει καβουρντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καβουρντίσει | είχαμε καβουρντίσει | θα έχουμε καβουρντίσει | να έχουμε καβουρντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καβουρντίσει | είχατε καβουρντίσει | θα έχετε καβουρντίσει | να έχετε καβουρντίσει | έχετε καβουρντισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν καβουρντίσει | είχαν καβουρντίσει | θα έχουν καβουρντίσει | να έχουν καβουρντίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καβουρντισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καβουρντισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καβουρντισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καβουρντισμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καβουρντίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καβουρδίζω, καβουρντίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)