Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καβουρντιστός η καβουρντιστή το καβουρντιστό
      γενική του καβουρντιστού της καβουρντιστής του καβουρντιστού
    αιτιατική τον καβουρντιστό την καβουρντιστή το καβουρντιστό
     κλητική καβουρντιστέ καβουρντιστή καβουρντιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καβουρντιστοί οι καβουρντιστές τα καβουρντιστά
      γενική των καβουρντιστών των καβουρντιστών των καβουρντιστών
    αιτιατική τους καβουρντιστούς τις καβουρντιστές τα καβουρντιστά
     κλητική καβουρντιστοί καβουρντιστές καβουρντιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καβουρντιστός < καβουρντισ- (καβουρντίζω) + -τός < τουρκική kavurmak

  Επίθετο επεξεργασία

καβουρντιστός, -ή, -ό

  1. που μπορεί να καβουρντιστεί
  2. που γίνεται με καβούρντισμα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία