καβούρντισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καβούρντισμα < καβουρντισ- (καβουρντίζω) + -μα < τουρκική kavurmak
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαβούρντισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καβουρντίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καβουρντίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία καβούρντισμα
|