Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καβούρδισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καβούρδισμα
τα
καβουρδίσμα
τ
α
γενική
του
καβουρδίσμα
τ
ος
των
καβουρδισμά
τ
ων
αιτιατική
το
καβούρδισμα
τα
καβουρδίσμα
τ
α
κλητική
καβούρδισμα
καβουρδίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καβούρδισμα
< καβουρδισ- (
καβουρδίζω
) +
-μα
<
τουρκική
kavurmak
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καβούρδισμα
ουδέτερο
άλλη μορφή
του
καβούρντισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καβούρδισμα
→
δείτε
τη λέξη
καβούρντισμα