↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καβουρδιστός η καβουρδιστή το καβουρδιστό
      γενική του καβουρδιστού της καβουρδιστής του καβουρδιστού
    αιτιατική τον καβουρδιστό την καβουρδιστή το καβουρδιστό
     κλητική καβουρδιστέ καβουρδιστή καβουρδιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καβουρδιστοί οι καβουρδιστές τα καβουρδιστά
      γενική των καβουρδιστών των καβουρδιστών των καβουρδιστών
    αιτιατική τους καβουρδιστούς τις καβουρδιστές τα καβουρδιστά
     κλητική καβουρδιστοί καβουρδιστές καβουρδιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καβουρδιστός < καβουρδισ- (καβουρδίζω) + -τός < τουρκική kavurmak

  Επίθετο

επεξεργασία

καβουρδιστός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία