Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραψήνω < παρα- + ψήνω

  Ρήμα επεξεργασία

παραψήνω, παραψένω

  • ψήνω περισσότερο απ' ό,τι θα έπρεπε

  Μεταφράσεις επεξεργασία