καβουρντισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καβουρντισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καβουρντίζω
Μετοχή επεξεργασία
καβουρντισμένος, -η, -ο
- ξεροψημένος, ψημένος σε δυνατή φωτιά
- τσιγαρισμένος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καβουρντίζω