↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσιγαρισμένος η τσιγαρισμένη το τσιγαρισμένο
      γενική του τσιγαρισμένου της τσιγαρισμένης του τσιγαρισμένου
    αιτιατική τον τσιγαρισμένο την τσιγαρισμένη το τσιγαρισμένο
     κλητική τσιγαρισμένε τσιγαρισμένη τσιγαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσιγαρισμένοι οι τσιγαρισμένες τα τσιγαρισμένα
      γενική των τσιγαρισμένων των τσιγαρισμένων των τσιγαρισμένων
    αιτιατική τους τσιγαρισμένους τις τσιγαρισμένες τα τσιγαρισμένα
     κλητική τσιγαρισμένοι τσιγαρισμένες τσιγαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιγαρισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τσιγαρίζω < μεσαιωνική ελληνική τσιγαρίζω < βενετικά cigar / ιταλικά zigare < (ηχομιμητική λέξη)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡si.ɣa.ɾi.zme.nos/

τσιγαρισμένος αρσενικό, τσιγαρισμένη θηλυκό, τσιγαρισμένο ουδέτερο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία