Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
τσιγαρίζοντας μανιτάρια

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιγαρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσιγαρίζω < βενετική cigar / ιταλικά zigare < (ηχομιμητική λέξη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡si.ɣaˈɾi.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

τσιγαρίζω (παθητική φωνή: τσιγαρίζομαι)

  1. (γαστρονομία, μαγειρική) ψήνω τροφές μαζί με λάδι σε τηγάνι ή κατσαρόλα για λίγα λεπτά
    βάζουμε το κρέας με τα κρεμμύδια και το σκόρδο σε χαμηλή φωτιά και τα τσιγαρίζουμε
     συνώνυμα: σοτάρω
  2. (μεταφορικά) βασανίζω, ταλαιπωρώ
     συνώνυμα: τσιτσιρίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία