τσιτσιρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιτσιρίζω < τσιρίζω < αρχαία ελληνική συρίζω
Ρήμα
επεξεργασίατσιτσιρίζω
- (συνήθως για λιπαρή ουσία που καίγεται / τηγανίζεται) παράγω χαρακτηριστικό τσιριχτό ήχο σαν συριγμό
- ※ Το φυτίλι τσιτσίρισε μες στο καντήλι κι έσβησε. (Κοσμάς Πολίτης Η κορομηλιά [διήγημα])
- (μεταφορικά) (οικείο) εξακολουθητικά και έντονα ταλαιπωρώ κάποιον
Συγγενικά
επεξεργασία- τσιτσίρισμα
- → δείτε τη λέξη τσιρίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσιτσιρίζω | τσιτσίριζα | θα τσιτσιρίζω | να τσιτσιρίζω | τσιτσιρίζοντας | |
β' ενικ. | τσιτσιρίζεις | τσιτσίριζες | θα τσιτσιρίζεις | να τσιτσιρίζεις | τσιτσίριζε | |
γ' ενικ. | τσιτσιρίζει | τσιτσίριζε | θα τσιτσιρίζει | να τσιτσιρίζει | ||
α' πληθ. | τσιτσιρίζουμε | τσιτσιρίζαμε | θα τσιτσιρίζουμε | να τσιτσιρίζουμε | ||
β' πληθ. | τσιτσιρίζετε | τσιτσιρίζατε | θα τσιτσιρίζετε | να τσιτσιρίζετε | τσιτσιρίζετε | |
γ' πληθ. | τσιτσιρίζουν(ε) | τσιτσίριζαν τσιτσιρίζαν(ε) |
θα τσιτσιρίζουν(ε) | να τσιτσιρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσιτσίρισα | θα τσιτσιρίσω | να τσιτσιρίσω | τσιτσιρίσει | ||
β' ενικ. | τσιτσίρισες | θα τσιτσιρίσεις | να τσιτσιρίσεις | τσιτσίρισε | ||
γ' ενικ. | τσιτσίρισε | θα τσιτσιρίσει | να τσιτσιρίσει | |||
α' πληθ. | τσιτσιρίσαμε | θα τσιτσιρίσουμε | να τσιτσιρίσουμε | |||
β' πληθ. | τσιτσιρίσατε | θα τσιτσιρίσετε | να τσιτσιρίσετε | τσιτσιρίστε | ||
γ' πληθ. | τσιτσίρισαν τσιτσιρίσαν(ε) |
θα τσιτσιρίσουν(ε) | να τσιτσιρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τσιτσιρίσει | είχα τσιτσιρίσει | θα έχω τσιτσιρίσει | να έχω τσιτσιρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τσιτσιρίσει | είχες τσιτσιρίσει | θα έχεις τσιτσιρίσει | να έχεις τσιτσιρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τσιτσιρίσει | είχε τσιτσιρίσει | θα έχει τσιτσιρίσει | να έχει τσιτσιρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τσιτσιρίσει | είχαμε τσιτσιρίσει | θα έχουμε τσιτσιρίσει | να έχουμε τσιτσιρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τσιτσιρίσει | είχατε τσιτσιρίσει | θα έχετε τσιτσιρίσει | να έχετε τσιτσιρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τσιτσιρίσει | είχαν τσιτσιρίσει | θα έχουν τσιτσιρίσει | να έχουν τσιτσιρίσει |
|