Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιτσιρίζω < τσιρίζω < αρχαία ελληνική συρίζω

τσιτσιρίζω

  1. (συνήθως για λιπαρή ουσία που καίγεται / τηγανίζεται) παράγω χαρακτηριστικό τσιριχτό ήχο σαν συριγμό
    ※  Το φυτίλι τσιτσίρισε μες στο καντήλι κι έσβησε. (Κοσμάς Πολίτης Η κορομηλιά [διήγημα])
  2. (μεταφορικά) (οικείο) εξακολουθητικά και έντονα ταλαιπωρώ κάποιον
     συνώνυμα: τσιγαρίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία