τσιτσίρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιτσίρισμα < τσιτσιρίζω + -μα < τσιρίζω < αρχαία ελληνική συρίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιτσίρισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του τσιτσιρίζω
- ο χαρακτηριστικός τσιριχτός ήχος που βγαίνει όταν κάτι τσιτσιρίζεται
- (μεταφορικά) (οικείο) εξακολουθητική και έντονη ταλαιπωρία