sizzle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsizzle (en)
- (ενικός) το τσιτσίρισμα
- ↪ the sizzle of fat on the fire - το τσιτσίρισμα του λίπους στη φωτιά
- (μη μετρήσιμο) η ζωντάνια, ικανότητα να διεγείρεις και να συγκινείς
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | sizzle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sizzles |
αόριστος | sizzled |
παθητική μετοχή | sizzled |
ενεργητική μετοχή | sizzling |
sizzle (en)
- (αμετάβατο) τσιτσιρίζω, κάνω το θόρυβο υγρού που βρίσκεται σε καυτή επιφάνεια
- ↪ sausages sizzling in the frying pan - λουκάνικα που τσιτσιρίζουν στο τηγάνι
- (αμετάβατο) έχω ζωντάνια, ικανότητα να διεγείρω και να συγκινώ
Πηγές
επεξεργασία- sizzle (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- sizzle (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 902. ISBN 9780194325684., λήμμα: τσιτσιρίζω