• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τσιγάρισμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιγάρισμα τα τσιγαρίσματα
      γενική του τσιγαρίσματος των τσιγαρισμάτων
    αιτιατική το τσιγάρισμα τα τσιγαρίσματα
     κλητική τσιγάρισμα τσιγαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τσιγάρισμα μανιταριών

Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιγάρισμα < τσιγαρίζω + -μα < μεσαιωνική ελληνική τσιγαρίζω < βενετική cigar / ιταλικά zigare < ηχομιμιτική λέξη

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡siˈɣa.ɾi.zma/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιγάρισμα ουδέτερο

  1. (γαστρονομία, μαγειρική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τσιγαρίζω
    ≈ συνώνυμα: σοτάρισμα
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τσιγαρίζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τσιγάρισμα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τσιγάρισμα&oldid=5556833"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Απριλίου 2022, στις 11:54

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Απριλίου 2022, στις 11:54.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας