τσιγαρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡si.ɣaˈɾi.zo.me/
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίατσιγαρίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος τσιγαρίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσιγαρίζομαι | τσιγαριζόμουν(α) | θα τσιγαρίζομαι | να τσιγαρίζομαι | ||
β' ενικ. | τσιγαρίζεσαι | τσιγαριζόσουν(α) | θα τσιγαρίζεσαι | να τσιγαρίζεσαι | (τσιγαρίζου) | |
γ' ενικ. | τσιγαρίζεται | τσιγαριζόταν(ε) | θα τσιγαρίζεται | να τσιγαρίζεται | ||
α' πληθ. | τσιγαριζόμαστε | τσιγαριζόμαστε τσιγαριζόμασταν |
θα τσιγαριζόμαστε | να τσιγαριζόμαστε | ||
β' πληθ. | τσιγαρίζεστε | τσιγαριζόσαστε τσιγαριζόσασταν |
θα τσιγαρίζεστε | να τσιγαρίζεστε | (τσιγαρίζεστε) | |
γ' πληθ. | τσιγαρίζονται | τσιγαρίζονταν τσιγαριζόντουσαν |
θα τσιγαρίζονται | να τσιγαρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσιγαρίστηκα | θα τσιγαριστώ | να τσιγαριστώ | τσιγαριστεί | ||
β' ενικ. | τσιγαρίστηκες | θα τσιγαριστείς | να τσιγαριστείς | τσιγαρίσου | ||
γ' ενικ. | τσιγαρίστηκε | θα τσιγαριστεί | να τσιγαριστεί | |||
α' πληθ. | τσιγαριστήκαμε | θα τσιγαριστούμε | να τσιγαριστούμε | |||
β' πληθ. | τσιγαριστήκατε | θα τσιγαριστείτε | να τσιγαριστείτε | τσιγαριστείτε | ||
γ' πληθ. | τσιγαρίστηκαν τσιγαριστήκαν(ε) |
θα τσιγαριστούν(ε) | να τσιγαριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τσιγαριστεί | είχα τσιγαριστεί | θα έχω τσιγαριστεί | να έχω τσιγαριστεί | τσιγαρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις τσιγαριστεί | είχες τσιγαριστεί | θα έχεις τσιγαριστεί | να έχεις τσιγαριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει τσιγαριστεί | είχε τσιγαριστεί | θα έχει τσιγαριστεί | να έχει τσιγαριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τσιγαριστεί | είχαμε τσιγαριστεί | θα έχουμε τσιγαριστεί | να έχουμε τσιγαριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε τσιγαριστεί | είχατε τσιγαριστεί | θα έχετε τσιγαριστεί | να έχετε τσιγαριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τσιγαριστεί | είχαν τσιγαριστεί | θα έχουν τσιγαριστεί | να έχουν τσιγαριστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιγαρίζομαι
|