τσιγαρίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιγαρίδα < τσιγαρ(ίζω) + -ίδα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡si.ɣaˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐γα‐ρί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιγαρίδα θηλυκό
- (γαστρονομία) είδος φαγητού από τηγανισμένο χοιρινό λίπος ή κρέας
- (μεταφορικά, σκωπτικό) λεπτός άνθρωπος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τσιγαρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τσιγαρίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας