τσιγαριστά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
τσιγαριστά < τσιγαριστός + -ά < μεσαιωνική ελληνική τσιγαρίζω < βενετικά cigar / ιταλικά zigare < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡si.ɣa.ɾiˈsta/
Επίρρημα επεξεργασία
τσιγαριστά
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιγαριστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τσιγαριστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τσιγαριστό