Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβουρντιστήρι τα καβουρντιστήρια
      γενική του καβουρντιστηριού των καβουρντιστηριών
    αιτιατική το καβουρντιστήρι τα καβουρντιστήρια
     κλητική καβουρντιστήρι καβουρντιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καβουρντιστήρι < καβουρντισ- (καβουρντίζω) + -τήρι < τουρκική kavurmak

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καβουρντιστήρι ουδέτερο

  1. μηχάνημα για το καβούρντισμα του καφέ
  2. (μεταφορικά) (οικείο) παλιό και αναξιόπιστο μηχάνημα (π.χ. αυτοκίνητο, ρολόι κ.ά.)
  3. (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) εκνευριστικές υποδείξεις ή παρατηρήσεις που επαναλαμβάνονται

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία