καβουρντιστήρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καβουρντιστήρι | τα | καβουρντιστήρια |
γενική | του | καβουρντιστηριού | των | καβουρντιστηριών |
αιτιατική | το | καβουρντιστήρι | τα | καβουρντιστήρια |
κλητική | καβουρντιστήρι | καβουρντιστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καβουρντιστήρι < καβουρντισ- (καβουρντίζω) + -τήρι < τουρκική kavurmak
Ουσιαστικό επεξεργασία
καβουρντιστήρι ουδέτερο
- μηχάνημα για το καβούρντισμα του καφέ
- (μεταφορικά) (οικείο) παλιό και αναξιόπιστο μηχάνημα (π.χ. αυτοκίνητο, ρολόι κ.ά.)
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) εκνευριστικές υποδείξεις ή παρατηρήσεις που επαναλαμβάνονται
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καβουρντίζω