φρύγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρύγω < αρχαία ελληνική φρύγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰer(H)-g-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfri.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρύ‐γω
Ρήμα
επεξεργασίαφρύγω
- ξεροψήνω, καβουρδίζω, ξεραίνω στη φωτιά
- (για τον ήλιο) καταξεραίνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: φρύγω
- φρύγω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)