καταξεραίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταξεραίνω < αρχαία ελληνική καταξηραίνω < κατάξηρος < κατά + ξηρός
Ρήμα
επεξεργασίακαταξεραίνω (παθητική φωνή: καταξεραίνομαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταξεραίνω | καταξέραινα | θα καταξεραίνω | να καταξεραίνω | καταξεραίνοντας | |
β' ενικ. | καταξεραίνεις | καταξέραινες | θα καταξεραίνεις | να καταξεραίνεις | καταξέραινε | |
γ' ενικ. | καταξεραίνει | καταξέραινε | θα καταξεραίνει | να καταξεραίνει | ||
α' πληθ. | καταξεραίνουμε | καταξεραίναμε | θα καταξεραίνουμε | να καταξεραίνουμε | ||
β' πληθ. | καταξεραίνετε | καταξεραίνατε | θα καταξεραίνετε | να καταξεραίνετε | καταξεραίνετε | |
γ' πληθ. | καταξεραίνουν(ε) | καταξέραιναν καταξεραίναν(ε) |
θα καταξεραίνουν(ε) | να καταξεραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταξέρανα | θα καταξεράνω | να καταξεράνω | καταξεράνει | ||
β' ενικ. | καταξέρανες | θα καταξεράνεις | να καταξεράνεις | καταξέρανε | ||
γ' ενικ. | καταξέρανε | θα καταξεράνει | να καταξεράνει | |||
α' πληθ. | καταξεράναμε | θα καταξεράνουμε | να καταξεράνουμε | |||
β' πληθ. | καταξεράνατε | θα καταξεράνετε | να καταξεράνετε | καταξεράνετε | ||
γ' πληθ. | καταξέραναν καταξεράναν(ε) |
θα καταξεράνουν(ε) | να καταξεράνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταξεράνει | είχα καταξεράνει | θα έχω καταξεράνει | να έχω καταξεράνει | ||
β' ενικ. | έχεις καταξεράνει | είχες καταξεράνει | θα έχεις καταξεράνει | να έχεις καταξεράνει | ||
γ' ενικ. | έχει καταξεράνει | είχε καταξεράνει | θα έχει καταξεράνει | να έχει καταξεράνει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταξεράνει | είχαμε καταξεράνει | θα έχουμε καταξεράνει | να έχουμε καταξεράνει | ||
β' πληθ. | έχετε καταξεράνει | είχατε καταξεράνει | θα έχετε καταξεράνει | να έχετε καταξεράνει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταξεράνει | είχαν καταξεράνει | θα έχουν καταξεράνει | να έχουν καταξεράνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταξεραίνω
|