Ετυμολογία

επεξεργασία
καταξηραίνω < αρχαία ελληνική καταξηραίνω < κατάξηρος < κατά + ξηρός

καταξηραίνω (παθητική φωνή: καταξηραίνομαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία