Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρυγανώδης η φρυγανώδης το φρυγανώδες
      γενική του φρυγανώδους της φρυγανώδους του φρυγανώδους
    αιτιατική τον φρυγανώδη τη φρυγανώδη το φρυγανώδες
     κλητική φρυγανώδη(ς) φρυγανώδης φρυγανώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρυγανώδεις οι φρυγανώδεις τα φρυγανώδη
      γενική των φρυγανωδών των φρυγανωδών των φρυγανωδών
    αιτιατική τους φρυγανώδεις τις φρυγανώδεις τα φρυγανώδη
     κλητική φρυγανώδεις φρυγανώδεις φρυγανώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρυγανώδης < φρύγανον + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

φρυγανώδης

  1. που μοιάζει με φρύγανο
  2. που ίσως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν φρύγανο π.χ. ως προσάναμμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία