προσάναμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσάναμμα < προσ- + ανάβ(ω) + -μα (με αποβολή του [v] για να συμφωνήσει με την ορθογραφία της λέξης άναμμα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈsa.na.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σά‐ναμ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσάναμμα ουδέτερο