Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσουρουφλίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

τσουρουφλίζω (παθητική φωνή: τσουρουφλίζομαι)

  1. καίω κάτι στην επιφάνειά του κι όχι σε βάθος
     συνώνυμα: καψαλίζω
  2. (μεταφορικά) δυσκολεύω, ταλαιπωρώ, δυσαρεστώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία