Ετυμολογία

επεξεργασία
τσουρουφλίζω < λείπει η ετυμολογία

τσουρουφλίζω (παθητική φωνή: τσουρουφλίζομαι)

  1. καίω κάτι στην επιφάνειά του κι όχι σε βάθος
     συνώνυμα: καψαλίζω
  2. (μεταφορικά) δυσκολεύω, ταλαιπωρώ, δυσαρεστώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία