πιθηκάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πιθηκάνθρωπος | οι | πιθηκάνθρωποι |
γενική | του | πιθηκάνθρωπου & πιθηκανθρώπου |
των | πιθηκάνθρωπων & πιθηκανθρώπων |
αιτιατική | τον | πιθηκάνθρωπο | τους | πιθηκάνθρωπους & πιθηκανθρώπους |
κλητική | πιθηκάνθρωπε | πιθηκάνθρωποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιθηκάνθρωπος (μαρτυρείται από το 1891)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Pithecanthropus (ταξινομικός όρος Pithecanthropus[2] < αρχαία ελληνική πίθηκ(ος) + ἄνθρωπος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.θiˈkan.θɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐θη‐κάν‐θρω‐πος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιθηκάνθρωπος αρσενικό
- (ανθρωπολογία, παρωχημένο) που ανήκει στο γένος Πιθηκάνθρωπος (Pithecanthropus) της οικογένειας Hominidae (Ανθρωπίδες)
- (μεταφορικά, μειωτικό) ιδιαίτερα άσχημος στην όψη άνθρωπος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- Homo erectus (H.e. erectus) → δείτε τις λατινικές λέξεις homo και erectus
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Homo erectus erectus (H.e. erectus) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιθηκάνθρωπος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 805, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ πιθηκάνθρωπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας