Ετυμολογία

επεξεργασία
erectus: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος erigo < ex- + rego

erectus (la), -a, -um

  1. όρθιος, υψωμένος
  2. κατασκευασμένος
  3. ενθουσιασμένος
  4. ενθαρρυμένος
  5. σε εγρήγορση, με αυτοπεποίθηση
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική erectus erecta erectum erectī erectae erecta
γενική erectī erectae erectī erectōrum erectārum erectōrum
δοτική erectō erectae erectō erectīs erectīs erectīs
αιτιατική erectum erectam erectum erectōs erectās erecta
κλητική erecte erecta erectum erectī erectae erecta
αφαιρετική erectō erectā erectō erectīs erectīs erectīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)