Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενθαρρυμένος η ενθαρρυμένη το ενθαρρυμένο
      γενική του ενθαρρυμένου της ενθαρρυμένης του ενθαρρυμένου
    αιτιατική τον ενθαρρυμένο την ενθαρρυμένη το ενθαρρυμένο
     κλητική ενθαρρυμένε ενθαρρυμένη ενθαρρυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενθαρρυμένοι οι ενθαρρυμένες τα ενθαρρυμένα
      γενική των ενθαρρυμένων των ενθαρρυμένων των ενθαρρυμένων
    αιτιατική τους ενθαρρυμένους τις ενθαρρυμένες τα ενθαρρυμένα
     κλητική ενθαρρυμένοι ενθαρρυμένες ενθαρρυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενθαρρυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενθαρρύνω

  Μετοχή επεξεργασία

ενθαρρυμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ενθαρρύνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία