ενθαρρυμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ενθαρρυμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ενθαρρυμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ενθαρρυμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ενθαρρυμένος