homo
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | homo | homoj |
αιτιατική | homon | homojn |
homo (eo)
- ο άνθρωπος
- το άτομο
- estis tre sukcesa festo kun ĉeesto de pli ol kvardek homoj
- ήταν πολύ πετυχημένη εορτή με παρουσία περισσότερων από σαράντα ατόμων
- estis tre sukcesa festo kun ĉeesto de pli ol kvardek homoj
Λατινικά (la)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
homo (la) αρσενικό ή θηλυκό
- ο άνθρωπος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ad hominem
- homunculus
- humanitas
- humanus
- homo homini lupus
- homo ego sum, homo tu es
- homo nullius coloris
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | homo | hominēs |
γενική | hominis | hominum |
δοτική | hominī | hominibus |
αιτιατική | hominem | hominēs |
κλητική | homo | hominēs |
αφαιρετική | homine | hominibus |