Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

hom- < λατινική homo, γαλλική homme, ιταλική uomo

  Ρίζα επεξεργασία

hom- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: άνθρωπος

Παράγωγα επεξεργασία