viro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | viro | viroj |
αιτιατική | viron | virojn |
viro (io)