vir
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vir < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wiHrós
Ουσιαστικό επεξεργασία
vir (la) αρσενικό
- ο άντρας
- ο σύζυγος
- πεζικάριος
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vir | virī |
γενική | virī | virōrum |
δοτική | virō | virīs |
αιτιατική | virum | virōs |
κλητική | vir | virī |
αφαιρετική | virō | virīs |
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
vir (pt)