viruso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | viruso | virusoj |
αιτιατική | viruson | virusojn |
viruso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | viruso | virusoj |
αιτιατική | viruson | virusojn |
viruso (eo)