virino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | virino | virinoj |
αιτιατική | virinon | virinojn |
virino (eo)
- η γυναίκα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | virino | virinoj |
αιτιατική | virinon | virinojn |
virino (eo)