νοστιμούλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νοστιμούλης | η | νοστιμούλα | το | νοστιμούλικο |
γενική | του | νοστιμούλη | της | νοστιμούλας | του | νοστιμούλικου |
αιτιατική | τον | νοστιμούλη | τη | νοστιμούλα | το | νοστιμούλικο |
κλητική | νοστιμούλη | νοστιμούλα | νοστιμούλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νοστιμούληδες | οι | νοστιμούλες | τα | νοστιμούλικα |
γενική | των | νοστιμούληδων | — | των | νοστιμούλικων | |
αιτιατική | τους | νοστιμούληδες | τις | νοστιμούλες | τα | νοστιμούλικα |
κλητική | νοστιμούληδες | νοστιμούλες | νοστιμούλικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νοστιμούλης < νόστιμ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Επίθετο
επεξεργασίανοστιμούλης, -α, -ικο
- αρκετά νόστιμος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νοστιμούλης
|