Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νοστιμούλικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νοστιμούλικ
ος
η
νοστιμούλικ
η
το
νοστιμούλικ
ο
γενική
του
νοστιμούλικ
ου
της
νοστιμούλικ
ης
του
νοστιμούλικ
ου
αιτιατική
τον
νοστιμούλικ
ο
τη
νοστιμούλικ
η
το
νοστιμούλικ
ο
κλητική
νοστιμούλικ
ε
νοστιμούλικ
η
νοστιμούλικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νοστιμούλικ
οι
οι
νοστιμούλικ
ες
τα
νοστιμούλικ
α
γενική
των
νοστιμούλικ
ων
των
νοστιμούλικ
ων
των
νοστιμούλικ
ων
αιτιατική
τους
νοστιμούλικ
ους
τις
νοστιμούλικ
ες
τα
νοστιμούλικ
α
κλητική
νοστιμούλικ
οι
νοστιμούλικ
ες
νοστιμούλικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νοστιμούλικος
<
νόστιμος
+
υποκοριστικό
επίθημα
-ούλικος
Επίθετο
επεξεργασία
νοστιμούλικος
υποκοριστικό
του
νόστιμος
,
κάπως
νόστιμος
,
νοστιμούλης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νοστιμούλικος
→
δείτε
τη λέξη
νοστιμούλης