Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ούλικος η -ούλικη το -ούλικο
      γενική του -ούλικου της -ούλικης του -ούλικου
    αιτιατική τον -ούλικο τη(ν) -ούλικη το -ούλικο
     κλητική -ούλικε -ούλικη -ούλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ούλικοι οι -ούλικες τα -ούλικα
      γενική των -ούλικων των -ούλικων των -ούλικων
    αιτιατική τους -ούλικους τις -ούλικες τα -ούλικα
     κλητική -ούλικοι -ούλικες -ούλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ούλικος < ούλ(ης) + -ικος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈu.li.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ού‐λι‐κος

  Επίθημα επεξεργασία

-ούλικος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -ούλικοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)