Ετυμολογία

επεξεργασία
mon- < αγγλική money, γαλλική monnaie, ισπανική moneda, ...

mon- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: χρήμα

Παράγωγα

επεξεργασία