monero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monero | moneroj |
αιτιατική | moneron | monerojn |
monero (eo)
- το νόμισμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monero | moneroj |
αιτιατική | moneron | monerojn |
monero (eo)