monujo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monujo | monujoj |
αιτιατική | monujon | monujojn |
monujo (eo)
- το πορτοφόλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monujo | monujoj |
αιτιατική | monujon | monujojn |
monujo (eo)