ξεπαρθενευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεπαρθενευτής < ξεπαρθενεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεπαρθενευτής αρσενικό
- ο διακορευτής κοριτσιών, αυτός που αφαιρεί την παρθενιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεπαρθενευτής
|
ξεπαρθενευτής αρσενικό
|