déflorer
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdéflorer (fr)
- (παρωχημένο) αφαιρώ τα άνθη ενός φυτού
- ≈ συνώνυμα: défleurir
- → δείτε και τις λέξεις défleurir και défloration
- (μεταφορικά) αφαιρώ/καταστρέφω τη νεότητα, τη φρεσκάδα (από κάτι)
- διακορεύω
- ≈ συνώνυμα: dépuceler (οικείο)
- → και δείτε τη λέξη défloraison