Ετυμολογία

επεξεργασία
déflorer < λατινική deflorer deflorare

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.flɔ.ʁe/

déflorer (fr)

  1. (παρωχημένο) αφαιρώ τα άνθη ενός φυτού
     συνώνυμα: défleurir
    → δείτε και τις λέξεις défleurir και défloration
  2. (μεταφορικά) αφαιρώ/καταστρέφω τη νεότητα, τη φρεσκάδα (από κάτι)
     συνώνυμα: gâter
  3. διακορεύω
     συνώνυμα: dépuceler (οικείο)
    → και δείτε τη λέξη défloraison

Συγγενικά

επεξεργασία