ὠμοφάγος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ὠμοφάγος, -ος, -ον
- ωμοφάγος, σαρκοφάγος (για ζώα)
- λέοντες ὠμοφάγοι
- (σπάνιο, με παθητική σημασία) που τρώγεται ωμός
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1766