Δείτε επίσης: ωμοφάγος, ὠμόφαγος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ὠμοφᾰγο-
ονομαστική / ὠμοφάγος τὸ ὠμοφάγον
      γενική τοῦ/τῆς ὠμοφάγου τοῦ ὠμοφάγου
      δοτική τῷ/τῇ ὠμοφάγ τῷ ὠμοφάγ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὠμοφάγον τὸ ὠμοφάγον
     κλητική ! ὠμοφάγε ὠμοφάγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὠμοφάγοι τὰ ὠμοφάγ
      γενική τῶν ὠμοφάγων τῶν ὠμοφάγων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὠμοφάγοις τοῖς ὠμοφάγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὠμοφάγους τὰ ὠμοφάγ
     κλητική ! ὠμοφάγοι ὠμοφάγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὠμοφάγω τὼ ὠμοφάγω
      γεν-δοτ τοῖν ὠμοφάγοιν τοῖν ὠμοφάγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠμοφάγος, ήδη ομηρικό < ὠμο- (ὠμός) + -φάγος

  Επίθετο

επεξεργασία

ὠμοφάγος, -ος, -ον

  1. ωμοφάγος, σαρκοφάγος (για ζώα)
    ⮡  λέοντες ὠμοφάγοι
  2. (ελληνιστική σημασία : σπάνιο, με παθητική σημασία) που τρώγεται ωμός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία