Δείτε επίσης: ωμοφάγος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὠμοφάγος τὸ ὠμοφάγον
      γενική τοῦ/τῆς ὠμοφάγου τοῦ ὠμοφάγου
      δοτική τῷ/τῇ ὠμοφάγ τῷ ὠμοφάγ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὠμοφάγον τὸ ὠμοφάγον
     κλητική ! ὠμοφάγε ὠμοφάγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὠμοφάγοι τὰ ὠμοφάγ
      γενική τῶν ὠμοφάγων τῶν ὠμοφάγων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὠμοφάγοις τοῖς ὠμοφάγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὠμοφάγους τὰ ὠμοφάγ
     κλητική ! ὠμοφάγοι ὠμοφάγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὠμοφάγω τὼ ὠμοφάγω
      γεν-δοτ τοῖν ὠμοφάγοιν τοῖν ὠμοφάγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠμοφάγος < ὠμ(ός) + -ο- + -φάγος

  Επίθετο επεξεργασία

ὠμοφάγος, -ος, -ον

  1. ωμοφάγος, σαρκοφάγος (για ζώα)
    λέοντες ὠμοφάγοι
  2. (σπάνιο, με παθητική σημασία) που τρώγεται ωμός

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1766