ὠμοφάγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ὠμοφᾰγο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὠμοφάγος | τὸ | ὠμοφάγον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὠμοφάγου | τοῦ | ὠμοφάγου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὠμοφάγῳ | τῷ | ὠμοφάγῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὠμοφάγον | τὸ | ὠμοφάγον | ||
κλητική ὦ! | ὠμοφάγε | ὠμοφάγον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὠμοφάγοι | τὰ | ὠμοφάγᾰ | ||
γενική | τῶν | ὠμοφάγων | τῶν | ὠμοφάγων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὠμοφάγοις | τοῖς | ὠμοφάγοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὠμοφάγους | τὰ | ὠμοφάγᾰ | ||
κλητική ὦ! | ὠμοφάγοι | ὠμοφάγᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠμοφάγω | τὼ | ὠμοφάγω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠμοφάγοιν | τοῖν | ὠμοφάγοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὠμοφάγος, -ος, -ον
- ωμοφάγος, σαρκοφάγος (για ζώα)
- ⮡ λέοντες ὠμοφάγοι
- (ελληνιστική σημασία : σπάνιο, με παθητική σημασία) που τρώγεται ωμός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὠμοφάγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠμοφάγος, ὠμόφαγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.