Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠμοφαγέω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὠμοφάγος. Μορφολογικά αναλύεται σε ὠμο- (ὠμός) + -φαγέω / -φαγῶ

ὠμοφαγέω (ελληνιστική κοινή) (Χρειάζεται έλεγχο ασυναίρετου. συνηρημένου)