ὠμοβόρος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ὠμοβόρος, -ος, -ον
Συνώνυμα επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1765
Δείτε επίσης : ωμοβόρος |
ὠμοβόρος, -ος, -ον