Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὠμηστής οἱ ὠμησταί
      γενική τοῦ ὠμηστοῦ τῶν ὠμηστῶν
      δοτική τῷ ὠμηστ τοῖς ὠμησταῖς
    αιτιατική τὸν ὠμηστήν τοὺς ὠμηστᾱ́ς
     κλητική ! ὠμηστᾰ́ ὠμησταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠμηστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ὠμησταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠμηστής < ὠμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὠμηστής ( & δωρικός τύπος  ο ὠμηστάς, η ονομ.πληθ. αναφέρεται και ὠμῆσται)

  1. το σαρκοβόρο πλάσμα, που τρώει ωμή σάρκα με συνήθως (όχι πάντα) άγριο τρόπο (ο Κέρβερος, τα σκυλιά, το λεοντάρι, αλλά και τα ψάρια)
  2. κυριολεκτικά ή μεταφορικά και για σκληρούς, βάρβαρους ανθρώπους
    ὠμηστής καὶ ἄπιστος ἀνήρ

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία