ὠμηστής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὠμηστής | οἱ | ὠμησταί |
γενική | τοῦ | ὠμηστοῦ | τῶν | ὠμηστῶν |
δοτική | τῷ | ὠμηστῇ | τοῖς | ὠμησταῖς |
αιτιατική | τὸν | ὠμηστήν | τοὺς | ὠμηστᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ὠμηστᾰ́ | ὠμησταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠμηστᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠμησταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὠμηστής < ὠμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὠμηστής ( & δωρικός τύπος ο ὠμηστάς, η ονομ.πληθ. αναφέρεται και ὠμῆσται)
- το σαρκοβόρο πλάσμα, που τρώει ωμή σάρκα με συνήθως (όχι πάντα) άγριο τρόπο (ο Κέρβερος, τα σκυλιά, το λεοντάρι, αλλά και τα ψάρια)
- κυριολεκτικά ή μεταφορικά και για σκληρούς, βάρβαρους ανθρώπους
- ὠμηστής καὶ ἄπιστος ἀνήρ