Δείτε επίσης: ωμοφάγος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

ὠμόσιτος, -ος, -ον

  1. ωμοφάγος, που τρώει ωμό κρέας
    Σφίγγ᾽ ὠμόσιτον (Αισχύλος, Επτά επί Θήβας, 541)
  2. (σπάνιο, με παθητική σημασία) που τρώγεται ωμός

Συνώνυμα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1766