ὠμοφαγία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὠμοφαγίᾱ | αἱ | ὠμοφαγίαι | ||||
γενική | τῆς | ὠμοφαγίᾱς | τῶν | ὠμοφαγιῶν | ||||
δοτική | τῇ | ὠμοφαγίᾳ | ταῖς | ὠμοφαγίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ὠμοφαγίᾱν | τὰς | ὠμοφαγίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ὠμοφαγίᾱ | ὠμοφαγίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠμοφαγίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠμοφαγίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὠμοφαγία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὠμοφάγ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε ὠμο- (ὠμός) + -φαγία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὠμοφαγία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- η ωμοφαγία, το να τρώει κάποιος ωμά κρέατα
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Αἴτια Ῥωμαϊκά, Διὰ τί καὶ σαρκὸς ὠμῆς ἀπείρηται τῷ ἱερεῖ ψαύειν;, Section 110 @scaife.perseus
- πότερον ὠμοφαγίας πάνυ πόρρωθεν ἀποτρέπει τὸ ἔθος, ἢ διʼ ἣν τὸ ἄλευρον αἰτίαν ἀφοσιοῦνται καὶ τὸ κρέας;
- ≈ συνώνυμα: ὠμοσιτία
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Αἴτια Ῥωμαϊκά, Διὰ τί καὶ σαρκὸς ὠμῆς ἀπείρηται τῷ ἱερεῖ ψαύειν;, Section 110 @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- ὠμοφαγία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.