Δείτε επίσης: ωμοφαγία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὠμοφαγί αἱ ὠμοφαγίαι
      γενική τῆς ὠμοφαγίᾱς τῶν ὠμοφαγιῶν
      δοτική τῇ ὠμοφαγί ταῖς ὠμοφαγίαις
    αιτιατική τὴν ὠμοφαγίᾱν τὰς ὠμοφαγίᾱς
     κλητική ! ὠμοφαγί ὠμοφαγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠμοφαγί
γεν-δοτ τοῖν  ὠμοφαγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠμοφαγία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὠμοφάγ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε ὠμο- (ὠμός) + -φαγία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὠμοφαγία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)