Δείτε επίσης: ὠμοφαγία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωμοφαγία οι ωμοφαγίες
      γενική της ωμοφαγίας των ωμοφαγιών
    αιτιατική την ωμοφαγία τις ωμοφαγίες
     κλητική ωμοφαγία ωμοφαγίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωμοφαγία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὠμοφαγία < ὠμοφάγος. Μορφολογικά αναλύεται σε ωμο- (ωμός) + -φαγία.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.mo.faˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐μο‐φα‐γί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωμοφαγία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη ωμοβόρος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ωμοφαγίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)