ωμοφαγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωμοφαγία < (ελληνιστική κοινή) ὠμοφαγία < ὠμοφάγος, μορφολογικά αναλύεται ωμο- + -φαγία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωμοφαγία θηλυκό χωρίς πληθυντικό
- το να τρώει κάποιος κάτι όπως το παρέχει η φύση, ωμό, άψητο, χωρίς καμμία διεργασία μαγειρέματος
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη ωμοβόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωμοφαγία
|