Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠμογέρων < ὠμός και γέρων

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὠμογέρων-γέροντος αρσενικό

  1. ο ακμαίος, σφριγηλός για την ηλικία του γέροντας
  2. εκείνος που γέρασε πρόωρα